ρισκάρω

ρισκάρω
aventurer

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ρισκάρω — ρισκάρω, ρισκάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ρισκάρω — (λ. ιταλ.), διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, τολμώ υπερβολικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”